μούλος

μούλος
-α, -ικο
αυτός που προέρχεται από μη νόμιμο γάμο, νόθος, μπάσταρδος («και τόν ακολουθούσανε πολλοί, μούλες και μούλοι», Γρυπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mulus «ημίονος-νόθος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μούλος, -α, -ικο — (λ. λατ.), νόθος, μπάσταρδος, μούλικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • мул — I I ил , южн., зап., муль ж. мутная вода , яросл., также название реки Мулянка, перм., укр. мул, блр. муль, сербохорв. му̑љ alluvio , чеш. mulа ил, тина , польск. muɫ ил . Возм., родственно лит. maulioti замазаться (при плаче) , mauliotis… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • μουλάρι — Γενική ονομασία των ζώων που προέρχονται από διασταύρωση αλόγου και θηλυκού γαϊδάρου (γαϊδουρομούλαρο) ή γαϊδάρου και φοράδας (μουλάρι). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται το καθεαυτό μ., το γνωστό με την επιστημονική ονομασία ημίονος ο γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • μούλικος — η, ο [μούλος] νόθος, μπάσταρδος …   Dictionary of Greek

  • πολύσπορος — η, ο / πολύσπορος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς σπόρους, καρποφόρος, γόνιμος νεοελλ. (με υβριστική σημ.) αυτός που δεν γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, μούλος, μπάσταρδος αρχ. αυτός που καθιστά κάποιον γόνιμο. επίρρ... πολύσπορα/ πολυσπόρως ΝΜΑ με… …   Dictionary of Greek

  • Γασμούλοι — Ονομασία με την οποία χαρακτήριζαν οι Βυζαντινοί, κυρίως στην Πελοπόννησο, τα άτομα που είχαν γεννηθεί από γάμους Ελλήνων και Φράγκων. Πιθανότατα ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη gas, έναν παλαιότερο τύπο της λέξης garçon (δηλαδή αγόρι) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”